- Βακχικά
- ΒακχικόςBis Acc.neut nom/voc/acc plΒακχικά̱ , ΒακχικόςBis Acc.fem nom/voc/acc dualΒακχικά̱ , ΒακχικόςBis Acc.fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βακχικάς — Βακχικά̱ς , Βακχικός Bis Acc. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sakellarĭos — Sakellarĭos, Georgios Konstantinos, neugriechischer Gelehrter u. Dichter, geb. in der zweiten Hälfte des 18. Jahrh. zu Kosani in Macedonien, lebte längere Zeit als Arzt in Bukarest, wo er 1819 vom Kaiser von Österreich baronisirt wurde; er schr … Pierer's Universal-Lexikon
Christopŭlos — (Athanasios, der neue Anakreon), neugriechischer Dichter, geb. 1772 zu Kastoria in Macedonien, siedelte mit seinen Eltern nach Bukarest über, studirte daselbst u. in Ofen die klassischen Sprachen, dann in Padua die Rechte u. Medicin; hierauf… … Pierer's Universal-Lexikon
Christopulos — Christopulos, Athanasios, neugriech. Dichter, geb. 1772 zu Kastoria in Makedonien, gest. im Januar 1847, erhielt seine Jugendbildung zu Bukarest, studierte in Pest und Padua Medizin, wurde Erzieher der Söhne des Fürsten der Walachei, Alexander… … Meyers Großes Konversations-Lexikon
Βάκχη — Βάκχη, η (Α) [Βάκχος] 1. αυτή που μετέχει σε βακχικά όργια και κατέχεται από τον Βάκχο, μαινάς 2. είδος αχλαδιού 3. φρ. «Βάκχη Ἀΐδου», «βάκχη νεκύων» μανιασμένη ιέρεια του Άδη, μανιασμένη για να σκορπίζει τον θάνατο … Dictionary of Greek
Βακχείον — Βακχεῑον, το (Α) 1. ο ναός του Βάκχου 2. η βακχική μανία 3. πληθ. Βακχεῑα και Βάκχια, τα τα βακχικά όργια … Dictionary of Greek
βακχεύματα — βακχεύματα, τα (Α) [βακχεύω] τα βακχικά όργια … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
σύμβακχος — ό, ἡ, Α αυτός που συμμετέχει σε βακχικά όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βάκχος] … Dictionary of Greek
Ανακρέων — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην ιωνική Τέω το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. και πέθανε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, σε ηλικία 85 ετών στη γενέτειρά του. Μεταγενέστερος του Αλκαίου και της Σαπφούς, ανήκει στην περίοδο του ώριμου… … Dictionary of Greek